- ἁλματίας
- ἁλματίᾱς , ἁλματίαςperson of tripping gaitmasc acc plἁλματίᾱς , ἁλματίαςperson of tripping gaitmasc nom sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλματίας — ἁλματίας, ο (Α) [ἅλμα] αυτός που βαδίζει πηδηχτά, ελαφρά, που έχει σπασμωδικές κινήσεις … Dictionary of Greek
άλμα — Αθλητικό αγώνισμα το οποίο διαιρείται σε τέσσερις ειδικότητες: ά. εις ύψος, ά. επί κοντώ, ά. εις μήκος, ά. τριπλούν. Στο ά. εις ύψος, ο αθλητής πρέπει να υπερπηδήσει έναν οριζόντιο πήχη που έχει τοποθετηθεί μεταξύ δύο καθέτων δοκών· μπορεί να… … Dictionary of Greek